υποτακτικος

υποτακτικος
    ὑποτακτικός
    ὑπο-τακτικός
    I
    3
    грам.
    1) подчиненный
    

ὑποτακτικὸν ἄρθρον — подчиненный член, т.е. относительное местоимение (ὅς, ἥ, ὅν);

    ὑποτακτικὸν φωνῆεν — неслоговой (второй) гласный дифтонга

    2) подчиняющий
    

(σύνδεσμος)

    3) сослагательный
    

ὑποτακτικέ ἔγκλισις или ὑποτακτικὸν ῥῇμα — сослагательное наклонение

    II
    ὅ грам. сослагательное наклонение, субъюнктив, конъюнктив

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υποτακτικος" в других словарях:

  • υποτακτικός, -ή — και ιά, ό και υποταχτικός, ή και ιά, ό 1. αυτός που είναι ταγμένος κάτω από τις διαταγές άλλου. 2. αυτός που υποτάσσεται πρόθυμα, ο πειθαρχικός: Υποταχτικός στρατιώτης. 3. (γραμμ.), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόταξη (βλ. λ.): Υποτακτική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποτακτικός — post positive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποτακτικός — ή, ό / ὑποτακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και υποταχτικός, ή, ό, Ν [ὑποτάσσω] το θηλ. ως ουσ. η υποτακτική γραμμ. η έγκλιση τού ρήματος που παρουσιάζει το περιεχόμενό του ως προσδοκώμενο, που δηλώνει κυρίως επιθυμία και προσδοκία νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • ὑποτακτικά — ὑποτακτικός post positive neut nom/voc/acc pl ὑποτακτικά̱ , ὑποτακτικός post positive fem nom/voc/acc dual ὑποτακτικά̱ , ὑποτακτικός post positive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτακτικῶν — ὑποτακτικός post positive fem gen pl ὑποτακτικός post positive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτακτικόν — ὑποτακτικός post positive masc acc sg ὑποτακτικός post positive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτακτικαί — ὑποτακτικός post positive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτακτικοῖς — ὑποτακτικός post positive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτακτικοί — ὑποτακτικός post positive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτακτικοῦ — ὑποτακτικός post positive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτακτικούς — ὑποτακτικός post positive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»