υποτακτικός, -ή — και ιά, ό και υποταχτικός, ή και ιά, ό 1. αυτός που είναι ταγμένος κάτω από τις διαταγές άλλου. 2. αυτός που υποτάσσεται πρόθυμα, ο πειθαρχικός: Υποταχτικός στρατιώτης. 3. (γραμμ.), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόταξη (βλ. λ.): Υποτακτική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποτακτικός — post positive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτακτικός — ή, ό / ὑποτακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και υποταχτικός, ή, ό, Ν [ὑποτάσσω] το θηλ. ως ουσ. η υποτακτική γραμμ. η έγκλιση τού ρήματος που παρουσιάζει το περιεχόμενό του ως προσδοκώμενο, που δηλώνει κυρίως επιθυμία και προσδοκία νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ … Dictionary of Greek
ὑποτακτικά — ὑποτακτικός post positive neut nom/voc/acc pl ὑποτακτικά̱ , ὑποτακτικός post positive fem nom/voc/acc dual ὑποτακτικά̱ , ὑποτακτικός post positive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτακτικῶν — ὑποτακτικός post positive fem gen pl ὑποτακτικός post positive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτακτικόν — ὑποτακτικός post positive masc acc sg ὑποτακτικός post positive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτακτικαί — ὑποτακτικός post positive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτακτικοῖς — ὑποτακτικός post positive masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτακτικοί — ὑποτακτικός post positive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτακτικοῦ — ὑποτακτικός post positive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτακτικούς — ὑποτακτικός post positive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)